- θρασύπονος
- θρᾰςῠπονος, -ον1 bold in toil
ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.96
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.96
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θρασύπονος — θρασύπονος, ον (Α) ο τολμηρός στην εκτέλεση ενός έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + πονος (< πόνος), πρβλ. ολιγό πονος, φιλό πονος] … Dictionary of Greek
θρασύπονοι — θρασύπονος bold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek